- εύγραφος
- εὔγραφος, -ον (Μ)ωραία ζωγραφισμένος ή διακοσμημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γραφή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευγραφία — εὐγραφία, ἡ, ποιητ. τ. εὐγραφίη (Α) [εύγραφος] δεξιοτεχνία στη ζωγραφική … Dictionary of Greek